- βυβλινοπέδιλος
- βυβλῐνοπέδῑλος, ον,A with sandals of βύβλος, Anon. ap. Eust.1913.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βυβλινοπέδιλος — βυβλινοπέδιλος, ον (Μ) αυτός που φοράει πέδιλα βύβλινα, κατασκευασμένα από πάπυρο … Dictionary of Greek
βυβλινοπέδιλος — with sandals of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)